Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ~ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Γρηγόρης Καρταπάνης, Εφημερίδα Ταχυδρόμος
Γρηγόρης Καρταπάνης:ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ~ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΛΙΓΕΣ ΟΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Εξιστορώντας στιγμές από τον ‘’πολυτάραχο’’, όπως τον χαρακτηρίζει,βίο του, στ΄ απομνημονεύματα του, ο λαϊκός  ζωγράφος Νίκος Χριστόπουλος, αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις δύο βασικές ασχολίες του : το αγαπημένο του ψάρεμα και την επαγγελματική του δραστηριότητα στο ναυπηγείο, δίχως βέβαια να απουσιάζουν και οι διαφορετικής θεματολογίας διηγήσεις.
Η πλειοψηφία των βιωματικών του καταθέσεων γενικά διακρίνεται από μια προτίμηση σε περιόδους καλοκαιρίας ,έστω κι αν δεν προσδιορίζεται διακριτά η εποχή – όπως λόγου χάρη τα ευάριθμα περιστατικά που περιγράφουν καλοκαιρινά ψαρέματα και έχουμε κατά καιρούς δημοσιεύσει σε αυτή εδώ τη σελίδα.
Υπάρχουν όμως και άλλες αναμνήσεις με κακοκαιρίες (μπουρίνια-φουρτούνες) που υστερούν σημαντικά σε αριθμό απέναντι στις προηγούμενες.  Ανάμεσα τους συναντούμε μόλις 4 ή 5 στις οποίες μνημονεύονται βαρυχειμωνιές και ακόμη μόνο μια κατά τη περίοδο των εορτών Χριστουγέννων –Πρωτοχρονιάς.
Σε κάποιες από αυτές τις επίκαιρες απομνημονευματικές καταθέσεις θα εστιάσουμε τη προσοχή μας στη σημερινή αναδρομή. Σχεδόν όλες τους, μάλλον συμπτωματικά, διαδραματίζονται στη δεκαετία του 1892-1894, σύμφωνα τουλάχιστον με τις χρονολογικές επισημάνσεις του ίδιου του απομνημονευματογράφου, στην αρχή του κειμένου ή κατά την εξιστόρηση του γεγονότος.
Πιθανόν εκείνες τις χρονιές να συνέβησαν διαδοχικοί βαριοί χειμώνες, με έντονα και ακραία φαινόμενα. Ακόμη η παραπάνω διετία αποτελεί τον πρώτο καιρό της μόνιμης εγκατάστασης της οικογένειας Χριστόπουλου στα Πευκάκια, στον τόπο της επαγγελματικής τους ενασχόλησης, αφότου μετακόμισε από το σπίτι της στη πόλη του Βόλου.
Οι δύο πρώτες αφηγήσεις προέρχονται ‘’από τη ζωή του ταρσανα’’, από το χώρο εργασίας, δηλαδή, του καταγραφέα και η τρίτη αναφέρεται σε πρωτότυπα  πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στο Βόλο. Ας δώσουμε όμως το λόγο στο Ν. Χριστόπουλο.

ΑΜΑΘΟΙ ΣΤΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ 

Οπωσδήποτε οι προερχόμενοι απ τη νησιωτική, νότια Ελλάδα δεν είναι τόσο συνηθισμένοι στους σκληρούς χειμώνες. Οι σπετσιώτες ναυτικοί  της επόμενης ιστορίας είχαν την ατυχία, με τον ερχομό τους στο Βόλο, να συναντήσουν ακραία φαινόμενα, σπάνια στον τόπο τους.
‘’1892. Είχαμε τραβήξει στον ταρσανά ένα τρεχαντήρι Σπετσώτικο για επισκευή και επειδή εμείς φορούσαμε μάλλινα τσουράπια μας κορόιδευαν οι ναύτες του τρεχαντηριού και μας λέγαν. Α εμείς στις Σπέτσες δεν φοράμε σκάρπες και σκαρπίνια. Πού στην οργή το βράδυ κάνει μια κατεβασιά, μια χιονιά, που έφτασε το χιόνι ένα γόνατο, που μελάνιαζαν τα χέρια απ το κρύο. Αλλά εμείς παιδάκια τότε χοροπηδούσαμε και κυνηγούσαμε τα πουλάκια με τις πέτρες. Οι καημένοι οι ναύτες από το Σπετσώτικο είχαν ανάψει φωτιά μέσα στο αμπάρι και είχαν γίνει σαν αραπάδες από τον καπνό.
Πήγα κοντά στο καΐκι και φώναξα : Εε απ το καΐκι που δεν φοράτε σκάρπες και σκαρπίνια δεν βγαίνετε όξω να σας  ιδώ   λιγάκι. Εκεί πετάχτηκαν σαν τις μούμιες και τι να ιδώ. Είχαν κόψει τα μανίκια από τις φανέλες και τα κάναν τσουράπια. Τι γίνεται μωρέ τους λέγω. Κι αυτοί από την τρεμετούρα τους δεν μπορούσαν να κουβεντιάσουν. Ε τους λέω πως τα πάτε φοράτε τσουράπια σκάρπες και σκαρπίνια; Μωρέ τι είναι τούτο, μωρέ τι είναι τούτο. Μωρέ έχετε χίλια δίκια που φοράτε μάλλινα τσουράπια ‘’
ΠΡΟΩΡΗ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ
Αρκετά νωρίς φαίνεται πως πλάκωσαν τα χιόνια το χειμώνα του 1894-95 αφού όπως σημειώνει ο Χριστόπουλος, η σφοδρή χιονόπτωση, που το έστρωσε για τα καλά,  συνέβη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου. Επισημαίνει βέβαια ότι η ημερομηνία είναι σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή 9 Νοεμβρίου, πάλι όμως θεωρείται εξαιρετικά πρώιμη η βαρυχειμωνιά για τον τόπο. Η απρόσμενη μεταβολή του καιρού, ανέστειλε επ’ αόριστον κάθε προγραμματισμένη εργασία στο ναυπηγείο. Στη συνέχεια του κειμένου, ο αφηγητής κάνει λόγο για τη πρόνοια των κατοίκων και ιδιαίτερα του Πηλίου να εξασφαλίζουν έγκαιρα τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να ανταπεξέρχονται στους χειμωνιάτικους αποκλεισμούς.
‘’ 1894. Είχαμε τραβήξει στον ταρσανά ένα τρεχαντήρι Τρικεριώτικο, του Κουτσοδημήτρη για επισκευή. Είχε φέρει ξύλα βουβά από τους Ωρεούς για να κάνει μεγάλη επισκευή. Και περιμέναν οι μαστόροι για να βάλουνε μπρός την δουλειά. Από βραδίς λογάριασαν από πού να αρχίσουν, ήταν παραμονή του Αγίου Δημητρίου με το παλιό ημερολόγιο.
Εκεί το λοιπόν κατεβάζει μια χιονιά όλη νύκτα και ξημέρωμα του Αγίου Δημητρίου έφτασε το χιόνι ένα μέτρο. Σκέπασε και τα ξύλα σκέπασε και τα εργαλεία όπου κλειστήκαμε στο σπίτι μέσα δέκα μέρες. Απάνω στη Μακρυνίτσα είχε φτάσει το χιόνι 3 μέτρα, αλλά ο κόσμος εκείνα τα χρόνια ήξερε ότι θα λα έλθει χειμώνας και προμηθεύονταν όλα τα χρειαζούμενα. Είχαν τα φωτόξυλα 2-3 σωροί τρακάδες, είχαν τ’ αμπάρια γιομάτα στάρι, είχαν το κρασί τους, μήλα κάστανα, σύκα, φουντούκια, ρόιδα, λουκάνικα και ότι βάζεις με τον νού σου. Έμπαινες μέσα σε πηλιορείτικο σπίτι και σ΄έπιανε η χαρά. Τρισευτυχισμένα χρόνια. Αν πείς τα λάδια, έβλεπες τα κορωνέικα  κιούπια  γεμάτα στη σειρά ‘’.

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 1893 ΜΕ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 

Αφήσαμε τελευταία ετούτη τη μοναδική ‘’πρωτοχρονιάτικη’’ αφήγηση του Χριστόπουλου, όπου ο ίδιος με τα αδέρφια του  στόλισαν κατάλληλα μικρό καραβάκι και επισκέφτηκαν τα κεντρικά παραλιακά καφενεία του Βόλου για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.
Όμως δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτά, αλλά προσέθεσαν κι ένα εθνικοπατριωτικό στιχούργημα, έμπλεο μεγαλοϊδεατισμού, με πομπώδεις αναφορές στον θεσμό της βασιλείας και τους εκπροσώπους του, σύμφωνα με το πνεύμα και τις τάσεις εκείνης της εποχής. Το ποίημα αυτό είχε συντάξει ο πατέρας του ζωγράφου, Αθανάσιος Χριστόπουλος , ο οποίος, όπως φαίνεται, διέθετε φλέβα λαϊκού στιχοπλόκου, χάρισμα που κληρονόμησε και ο γιός του.
Οι επιρροές από αντίστοιχα λαϊκά στιχουργήματα που  κυκλοφορούσαν τότε, θεωρούνται προφανείς και σε αυτό του πατέρα του Χριστόπουλου, με τις μεγαλόστομες,ανούσιες συνήθως, εκφράσεις. Τα πρωτότυπα αυτά κάλαντα, όπως σημειώνει ο απομνημονευματογράφος, προκάλεσαν σπουδαία επιτυχία και η παιδική συντροφιά πέρα από την καθολική αποδοχή και τις επευφημίες του κόσμου αποκόμισε και πλούσια φιλοδωρήματα. Το καφενείο Ντούρου βρίσκονταν προφανώς σε κεντρικότατο σημείο.
‘’Μια φορά στα 1892 παραμονή του 1893 έφκιασα ένα καράβι και πήγαμε στο Βόλο να πούμε τον Άγιο Βασίλη. Επήγαμε με τη βάρκα και βγήκαμε στα παλιά ψαράδικα. Ανάψαμε τρία σπαρματσέτα όπου ήταν θαύμα το καράβι. Επήγαμε πρώτα  στο καφενείο του Ντούρου ( ήταν εκεί που είναι τώρα του Ντσέφου ), ήτανε μέσα γεμάτο κόσμο, παίζαν χαρτάκια γιατί ήταν ελεύθερα.

Αρχίσαμε να λέμε τον Άγιο Βασίλη και τελευταία είχε φκιάσει ο πατέρας μου ένα τραγούδι :
Ζήτω του βασιλέα μας
το έθνος και η σημαία μας
Ζήτω του διαδόχου
Του ελληνικού του θρόνου.
Διάδοχε τι καρτερείς
Να ανεβείς στο θρόνο
Τον εφετινό το χρόνο.
Να καταστρέψεις τους εχθρούς
Αγαρηνούς και Αυστριακούς
Κι όλους τους Μουσουλμάνους
Τους απίστους τους Βουλγάρους.
Να μπείς μες την Αγιά Σοφιά
Των χριστιανών παρηγοριά
Να μπείς  να προσκυνήσεις
Τον Σουλτάνο να γκρεμίσεις
Να πάει στη κόκκινη μηλιά
Δεν θέμε αγάπη και φιλιά
Κι εκεί να κατοικήσουν
Ποτέ να μη γυρίσουν.
Να πάρουμε την Πόλη
Που την εζηλεύουν όλοι.
Ίσως αλλάξουν οι καιροί
Και πάψουν πάθη και καημοί 
Κι αρχίσει ευτυχία
Ω βασίλισσα Σοφία.
Ζήτω το έθνος και ο στρατός
Ολίγος ειν ΄ μα εκλεκτός.
Ζήτω το ναυτικό μας
Κι ο σταυρός ειν΄ βοηθός μας.
Ζήτω και του Μιαούλη
Που τον φοβηθήκαν ούλοι.
Μόλις τελειώσαμε το τραγούδι, γιατί το λέγαμε αλα συριανά, πού ήταν εκείνος ο κόσμος ! εγέμισε το καφενείο, εγέμισαν όλα τα παράθυρα όπου μας ανέβασαν απάνω  σ’ ένα τραπέζι να το πούμε πάλι. Και μόλις το ξαναείπαμε δεύτερη φορά, από τα χειροκροτήματα του κόσμου μας βάλαν να το πούμε και Τρίτη φορά. Και όταν κατεβήκαμε κάτω από το τραπέζι μας γέμισαν τις τσέπες πενταροδεκάρες, τόσο πολλές που δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Πρωτοφανίσιο πράμα στα χρονικά του Βόλου ‘’.

Αυτά συνέβαιναν στο Βόλο την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1893.
 Χιονισμένα σκάφη στον ταρσανά στα Πευκάκια του Βόλου σε πρόσφατη φωτογραφία. Κάπως έτσι θα ήταν και στις βαρυχειμωνιές 1892-1894.

  Χειρόγραφου του Χριστόπουλου

Νυχτοκάλαντα στο Πήλιο

Νυχτοκάλαντα στο ΠήλιοΓλυκερία Υδραίου, Εφημερίδα Ταχυδρόμος

Ζωντανά παραμένουν στο πέρασμα του χρόνου τα νυχτοκάλαντα της παραμονής των Φώτων, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με παραδοσιακές στιγμές παλαιότερων εποχών σε πολλές περιοχές ανά την Ελλάδα, κυρίως δε το Πήλιο.
Ομάδες ενηλίκων θα σεργιανίσουν και πάλι, σήμερα, παραμονή των Φώτων, μόλις σουρουπώσει, τα σοκάκια της Μακρινίτσας, της Ανω και Κάτω Γατζέας, της Δράκειας και της Αγριάς, αναβιώνοντας το έθιμο που αναζητά τις ρίζες του στο πέρασμα του χρόνου. Η αποψινή βραδιά έχει διαφορετικό χρώμα χάρη στους καλαντάρηδες του Πηλίου, που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία, στις σελίδες της παράδοσης του Δωδεκαημέρου, το οποίο ολοκληρώνεται αύριο με τον Αγιασμό των υδάτων.

Πολύτιμα στοιχεία για τα έθιμα του μακρινού παρελθόντος έχει καταγράψει στο έργο του, ο συγγραφέας και λαογράφος του Πηλίου Κώστας Λιάπης, ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: «παρέες-παρέες τα σχολιαρούδια τριγυρνούν το πουρνό αλλά και την νύχτα της παραμονής στους μαχαλάδες των χωριών, τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι το: «Σήμερα ειν’ τα Φώτα και οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες στον Κύριο μας…».
Στα παλιότερα χρόνια ανταγωνιστές των μικρών σ’ αυτά τα νυχτιάτικα καλαντίσματα ήταν και κάποιοι μεγαλύτεροι, που, με στόχο την «κ’λούρα», το «ρακί» και τις λογής-λογής άλλες «φ’λιές», έπαιρναν βραδιάτικα αμπάριζα τα σπίτια των χωριών, παινεύοντας και κολακεύοντας κατά κόρο -όπως δα γίνεται ακόμα και σήμερα στη Δράκεια και στην Αγριά- τους σπιτονοικοκύρηδες και τα μέλη της φαμελιάς τους, με τραγούδια σαν ετούτο : «Σένα σου πρέπ’, αφέντη μου, καράβια ν’ αρματώνεις και τα σχοινιά του καραβιού, να τα μαλαματώνεις. Να κοσκινίζεις τα φλουριά, να δερμονίζεις τ’ άσπρα, κι απ’ τα’ αποκοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια».
Η δράση των καλαντάρηδων έχει κοινωνικό χαρακτήρα, ενώ το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των νυχτοκάλαντων της Γατζέας έγκειται στο γεγονός ότι οι μεγάλοι τραγουδιστάδες περιδιαβαίνουν τα σπίτια στην Ανω και την Κάτω Γατζέα την παραμονή των Φώτων, κρατώντας το κουτί της Εκκλησίας, ενώ τα χρήματα που συγκεντρώνονται,  προορίζονται για την ενίσχυση των ναών. Συγκεκριμένα την Εκκλησία της Υψωσης του Τιμίου Σταυρού στην Ανω Γατζέα και την Ευαγγελίστρια στην Κάτω Γατζέα, αντίστοιχα.
«Τις βραδινές ώρες μεγάλοι “τραγουδ’στάδες”, περιφέρουν το δικό τους οίστρο, δίνοντας με το δικό τους τρόπο το μεγάλο μήνυμα κι αποσπώντας γι’ ανταμοιβή τους τον παρά των πιστών, που όπως πάντα προορίζεται για ενίσχυση της τοπικής ενοριακής του Σταυρού, αλλά και τις πατροπαράδοτες “κ’λούρες”, που μοιράζονται οι ίδιο στα στερνά της όμορφης αυτής αποστολής τους. Κι όσο για το δικό τους, παραδοσιακό κι αυτό, καλαντάρισμα, είναι το ίδιο που ακούγεται απ’ τον περασμένο αιώνα σ’ όλους τους οικισμούς της ελαιοβριθούς Γατζέας. “Σήμερα είναι των Φωτών/ φωτίζουν οι παπάδες/ και μες στα σπίτια μπαίνουνε/ και λεν’ τον Ιορδάνη...”» αναφέρει σε παλαιότερο δημοσίευμά του ο κ. Λιάπης.
Στο πλαίσιο μάλιστα της παράδοσης της περιοχής της Γατζέας, εντάσσεται και η δημοπρασία από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, προκειμένου να «κατοχυρωθεί» το κουτί με τις εισπράξεις που προέρχεται από τα νυχτοκάλαντα κι αν το ποσό που προσέφερε ο πλειοδότης δεν είχε συγκεντρωθεί στο κουτί, τότε το συμπλήρωνε ο ίδιος.
 Παλιότερα υπήρχε και το έθιμο της κουλούρας, την οποία έδιναν οι νοικοκυραίοι στους τραγουδιστάδες για να τους φιλέψουν και την ίδια κουλούρα έδιναν και στον ιερέα που τελούσε τον Αγιασμό. Μάλιστα ο ιερέας συνοδεύονταν από κάποιο βοηθό, ο οποίος κρατούσε ένα δισάκι, στο οποίο τοποθετούσε τις κουλούρες που προσέφεραν οι πιστοί.
Στα βάθη του χρόνου αναζητούν τις ρίζες τους και τα περίφημα εγκώμια, που λέγονταν τέτοιες μέρες στο νοικοκύρη του σπιτιού. Στα πλουσιόσπιτα έλεγαν: «Σένα σου πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια, για ν’ ακουμπάς τη μέση σου την μαργαριταρένια». Δεν έλειπαν, ωστόσο, και τα αρνητικά σχόλια σε όσους δεν άνοιγαν την πόρτα τους για να φιλέψουν την παρέα που έψαλε τα κάλαντα. Ελεγαν π.χ. για το αφεντικό: «σένα σου πρέπει αφέντη μου τρουβάς και δεκανίκι,  να σε τραβάνε τα σκυλιά και δεκαπέντε λύκοι» ή «την κόρη σου την έμορφη βάλτη μες στο ζεμπίλι και κρέμασέ τηνε ψηλά να μην την τρων οι ψήλοι».

Στη Μακρινίτσα
Το έθιμο των νυχτοκάλαντων αναβιώνει και φέτος, για μια ακόμη χρονιά, στη Μακρινίτσα, όπου μια μεγάλη ομάδα καλαντάρηδων θα περιδιαβεί μόλις σουρουπώσει τα σπίτια του χωριού, κρατώντας κουδούνες και φαναράκια, που θα τους βοηθήσουν να προσεγγίσουν ακόμη και τα πιο απομακρυσμένα σημεία, τα καλντερίμια αλλά και τα μονοπάτια.
Ο κύκλος των εθίμων που αναβιώνουν σήμερα, παραμονή των Φώτων στη Μακρινίτσα, προσελκύουν το ενδιαφέρον ντόπιων και επισκεπτών και διανθίζονται γευστικά από την παραδοσιακή φασολάδα που θα προσφερθεί στην πλατεία από τον τοπικό Σύλλογο Επαγγελματιών.
Στη συνέχεια, μόλις σουρουπώσει, θα ακουστούν τα νυχτοκάλαντα στα σοκάκια του χωριού κι όπως αναφέρει στο σημείο αυτό ο Δημήτρης Πέτσης, πρόεδρος του τοπικού Συμβουλίου Μακρινίτσας: «αρκετοί συμπολίτες συμμετέχουν στο συγκεκριμένο έθιμο, το οποίο έχει κοινωνικό χαρακτήρα, διότι τα έσοδα που θα συγκεντρωθούν, θα διατεθούν στο κοινωνικό παντοπωλείο και σε αναξιοπαθούσες οικογένειες».
Οι κάτοικοι του χωριού προσμένουν κάθε χρόνιο την αναβίωση του εθίμου, για να φιλέψουν τους καλαντάρηδες με κρασί, τσίπουρο και διάφορα καλούδια, που προσφέρονται ειδικά για την περίσταση.
Το παμπάλαιο έθιμο των νυχτοκάλαντων που είχε ατονήσει για κάποιο διάστημα, ζωντάνεψε και πάλι την τελευταία δεκαετία και διατηρείται ζωντανό στη Μακρινίτσα, που προσελκύει, σημειωτέον, μεγάλο αριθμό επισκεπτών, στο πλαίσιο της συντονισμένης προσπάθειας που καταβάλλεται για τη διατήρηση του ιδιαίτερου χρώματος του χωριού, κυρίως δε των ηθών κι εθίμων, που αναζητούν τις ρίζες τους στα βάθη του χρόνου.

    Νυχτοκάλαντα στα σοκάκια της Μακρινίτσας
    Νυχτοκάλαντα του 1998 στο εξώφυλο της «Βίγλας» (αρχείο Νίκου Διαμαντάκου)